- Αιθίοπας
- ο (θηλ. -ισσα και -ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα)αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκείαρχ.επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπηςπαροιμ. «Αἰθίοπα σμήχειν» («τον Αράπη κι αν τόν πλένεις...»2. ως επίθ. αιθιοπικός3. ως επίθ. σκούρος«αἰθίοπι... χρωτὶ» (για τον τζίτζικα, Παλ. Ανθ. 7, 196).[ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰθὶ- (< αἴθω «καίω») + ὄψ «όψη, πρόσωπο» — άρα Αἰθί-οψ αρχικά σήμαινε «με φλογερή όψη», απ’ όπου προήλθε μετά και η σημερ. «με μαύρη όψη», «μαύρος», «νέγρος».ΠΑΡ. αρχ. αἰθιόπιος μσν.-νεοελλ. αιθιοπίζωνεοελλ.αιθιοπικός].
Dictionary of Greek. 2013.